αλετροκλείδι

αλετροκλείδι
το
μεγάλο καρφί που συνδέει το τιμόνι τού αρότρου με τον ζυγό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλέτρι + κλειδί].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αλετροπέρονο — το 1. το αλετροκλείδι 2. γεωργικό εργαλείο που χρησιμοποιείται στο αλώνισμα, δικράνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλέτρι + περόνη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”